-
1 επαιρω
и эп.-ион.-поэт. ἐπ-αείρω (fut. ἐπᾰρῶ, aor. ἐπῆρα, aor. pass. ἐπήρθην - part. ἐπαρθείς)1) поднимать(κεφαλήν Hom.; βλέφαρα Soph.; ὀφρύν Plut.; med. λόγχην Eur.; χεῖρα Arst.; ἱστούς Polyb.; ἱστίον Plut.)
ἔπαιρε σαυτόν Arph. — встань;ἐ. τέν φωνήν Dem. — возвышать голос;ἐπαρθέντος τοῦ ἡλίου Arst. — когда солнце высоко;στάσιν γλώσσης ἐπάρασθαι Soph. — вступить в пререкания;θρασεῖς λόγους ἐπάρασθαί τινι Dem. — выступить против кого-л. с дерзкими речами;ἐ. πόλεμόν τινι Plut. — начинать войну против кого-л.2) превозносить, возвеличивать, прославлять(τὸν πατρῷον οἶκον Xen.; τινὰ πέρα τοῦ καιροῦ Dem.)
3) (подняв) взваливать, класть(ἀμαξάων, sc. τινά Hom.)
4) (sc. ἑαυτόν) (при)подниматься Her.5) побуждать, поощрять(τινὰ ποιεῖν τι Isocr., Aeschin. и εἴς τι Eur.)
τίς σ΄ ἐπῆρε δαιμόνων ; Soph. — какое божество подвигло тебя (на это)?;ἐ. ψυχήν τινι Eur. — придавать духу кому-л., поддерживать бодрость в ком-л.6) возбуждать, pass. быть возбуждаемым, подстрекаемым, движимым(ὑπὸ μισθοῦ Thuc. и μισθῷ Aeschin.; ἐλπίδι τινί Lys.)
ἥ Ἑλλὰς πᾶσα τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Thuc. — вся Эллада была в напряженном ожидании7) внушать гордость, pass. гордиться, кичиться(τινί Her., πρός τι Thuc., ὑπό τινος Lys., ἐπί τινι Xen. и ἔκ τινος Polyb.)
ἐπηρμένος Thuc. — надменный, высокомерный -
2 υποτελης
21) обязанный платитьὑ. φόρου Thuc., φόρων или φόροις Plut. — обязанный платить подати
2) платящий податиαἱ πόλεις ὑποτελεῖς Thuc. — города-данники
3) получающий мздуμισθοῦ ὑ. Luc. — платный, наемный
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek